Τηλεφωνικές παραγγελίες καλέστε 210 99 69 888

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Πίνακας, Πράσινα σιταροχώραφα με κυπαρίσσια, Van Gogh

Πράσινα σταροχώραφα με κυπαρίσσια, Βινσεντ Βαν Γογκ, 1889
Πράσινα σταροχώραφα με κυπαρίσσια, Βινσεντ Βαν Γογκ, 1889
Προσθήκη Κριτικής

Κωδικός προϊόντος: DM001


195.00

Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας

Πρόκειται για έναν πίνακα ζωγραφικής που απεικόνιζε «ένα χωράφι με κίτρινο σιτάρι που περιβάλλεται από βάτα και πράσινους θάμνους. Στο τέλος του χωραφιού ένα μικρό ροζ σπίτι με ένα ψηλό και σκούρο κυπαρίσσι ξεχωρίζει από τους μακρινούς μωβ και μπλε λόφους, καθώς και από έναν αξέχαστο μπλε ουρανό με ροζ ραβδώσεις των οποίων οι καθαρές αποχρώσεις έρχονται σε αντίθεση με τα ήδη βαριά, καμένα στάχια, των οποίων οι τόνοι είναι τόσο ζεστοί όσο η κόρα ενός καρβελιού ψωμί.»

Ονομασία Πράσινα σταροχώραφα με κυπαρίσσια

Δημιουργός  Βίνσεντ βαν Γκογκ

Έτος δημιουργία 1889

Είδος λάδι σε καμβά

Ύψος 92.5 εκ.

Πλάτος 73.5 εκ.

Μουσείο Εθνική Πινακοθήκη της Πράγας

ΣημειώσειςΤίτλος στα γαλλικά: "Champ de blé vert avec cyprès"

Εθνική Πινακοθήκη της Πράγας
Vincent van Gogh/ Βινσεντ Βαν Γκογκ

Εισάγετε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα.

 Πράσινα σταροχώραφα με κυπαρίσσια-Green Field -Champ de blé vert avec cyprès

Vincent van Gogh 

Ονομασία : Πράσινα σταροχώραφα με κυπαρίσσια

Δημιουργός: Βίνσεντ βαν Γκογκ

Έτος δημιουργίας : 1889

Είδος: λάδι σε καμβά

Ύψος : 92.5 εκ.

Πλάτος: 73.5 εκ.

Μουσείο : Εθνική Πινακοθήκη της Πράγας

Το έργο Πράσινα σταροχώραφα με κυπαρίσσια (γαλλικά: Champ de blé vert avec cyprès) είναι μια ελαιογραφία σε καμβά του Ολλανδού μετα-ιμπρεσιονιστή Βίνσεντ βαν Γκογκ. Ολοκληρώθηκε το 1889, ενώ ο Βαν Γκογκ είχε εγκλειστεί οικειοθελώς στο άσυλο του Αγίου Παύλου κοντά στο Σεν Ρεμί στην Προβηγκία. Αρκετοί πίνακες με σιταροχώραφα με κυπαρίσσια έγιναν όταν ο Βαν Γκογκ ήταν σε θέση να αφήσει τους χώρους του ασύλου και να εξερευνήσετε το τοπίο της περιοχής. Εκτός από την αγάπη του για τα κυπαρίσσια, ο Βαν Γκογκ είχε μια ιδιαίτερη αγάπη στα χωράφια με σιτάρι. Τα απεικονίζει δεκάδες φορές τα τελευταία χρόνια. Για τον Βίνσεντ συμβόλιζαν τον κύκλο της ζωής και του θανάτου και έβρισκε μέσα τους παρηγοριά και έμπνευση.

 Στα μέσα του Ιουνίου 1889, ο Βίνσεντ έγραφε στην αδελφή του Ουίλ ότι είχε μόλις ολοκληρώσει έναν πίνακα ζωγραφικής που απεικόνιζε «ένα χωράφι με κίτρινο σιτάρι που περιβάλλεται από βάτα και πράσινους θάμνους. Στο τέλος του χωραφιού ένα μικρό ροζ σπίτι με ένα ψηλό και σκούρο κυπαρίσσι ξεχωρίζει από τους μακρινούς μωβ και μπλε λόφους, καθώς και από έναν αξέχαστο μπλε ουρανό με ροζ ραβδώσεις των οποίων οι καθαρές αποχρώσεις έρχονται σε αντίθεση με τα ήδη βαριά, καμένα στάχια, των οποίων οι τόνοι είναι τόσο ζεστοί όσο η κόρα ενός καρβελιού ψωμί.»[1]

 Αν και η σύνθεση είναι παρόμοια με πολλά έργα ζωγραφικής από τον Κλωντ Μονέ, τον Πιερ Ωγκύστ Ρενουάρ, τον Άλφρεντ Σίσλεϋ και τον Καμίλ Πισαρό, ο Ρόναλντ Πίνκβανς λέει ότι «σε σύγκριση με την υψηλή τεχνική των Ιμπρεσιονιστών, το χρώμα χρησιμοποιείται περισσότερο τοπικά και οι πινελιές είναι πιο οργανικές και δυναμικά φωλιασμένες.» Ωστόσο, «χωρίς χωρικές στρεβλώσεις, χωρίς υπερβολικά αυξημένες χρωματικές τονικότητες και χωρίς επαναστατικό συμβολισμό, το τοπίο επιβεβαιώνει την φυσικότητά του μέσα από μια ιμπρεσιονιστική σύμβαση. Ούτε εκδηλώνει ψυχολογική ένταση, ούτε προβάλλει ένα νοσηρό όραμα.»

Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ (Vincent Willem van Gogh, προφορά στα ολλανδικά: Βίνσεντ φαν Χοχ) (30 Μαρτίου 1853 – 29 Ιουλίου 1890) ήταν Ολλανδός ζωγράφος. Εν ζωή, το έργο του δεν σημείωσε επιτυχία ούτε ο ίδιος αναγνωρίστηκε ως σημαντικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, μετά το θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών.

Η επίδρασή του στα μεταγενέστερα κινήματα του εξπρεσιονισμού, του φωβισμού αλλά και εν γένει της αφηρημένης τέχνης, θεωρείται καταλυτική.

Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ γεννήθηκε στο ολλανδικό χωριό Ζούντερτ (Zundert) και ήταν ο μεγαλύτερος από τα συνολικά επτά παιδιά της οικογένειάς του, γιος του πάστορα Θεόδωρου βαν Γκογκ. Στον Βίνσεντ δόθηκε το όνομα του παππού του, το οποίο είχε δοθεί και στο πρωτότοκο παιδί της οικογένειας, το οποίο είχε πεθάνει σε βρεφική ηλικία. Ήδη από τα πολύ νεανικά του χρόνια παρουσίασε τάσεις μελαγχολίας και πρώιμα ψυχολογικά προβλήματα.

Σε ηλικία 16 ετών και αφού είχε ήδη καταπιαστεί χωρίς επιτυχία με αρκετά επαγγέλματα, ασχολήθηκε για ένα διάστημα με το εμπόριο έργων τέχνης, στην εταιρεία Goupilator & Company, όπου τον επόμενο χρόνο προσελήφθη και ο αδελφός του Τεό βαν Γκογκ (Theo van Gogh). Το 1873, η εταιρεία τον μεταθέτει στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Την περίοδο αυτή, εντείνεται το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία, επηρεασμένος εμφανώς και από την ιδιότητα του πατέρα του. Αφού απολύεται από την εργασία του το 1876, επιστρέφει στο Άμστερνταμ για να σπουδάσει θεολογία. Οι σπουδές του διαρκούν για περίπου ένα έτος και το 1878 του ανατίθεται μία θέση ιεροκήρυκα στο Βέλγιο και συγκεκριμένα στην υποβαθμισμένη περιοχή Μπορινάζ, όπου λειτουργεί ορυχείο. Ο βαν Γκογκ κηρύττει για περίπου έξι μήνες επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένδεια των ανθρώπων της περιοχής. Αυτή είναι και η περίοδος κατά την οποία ξεκινά να σχεδιάζει μικρά έργα και πιθανόν αποφασίζει να ασχοληθεί με την τέχνη.

Το 1880, σε ηλικία 27 ετών, ξεκινά να παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής, ωστόσο σύντομα έρχεται σε ρήξη με τον δάσκαλό του, Αντόν Μωβ (Anton Mauve), γύρω από καλλιτεχνικά ζητήματα. Τα επόμενα χρόνια δημιουργεί έργα κυρίως επηρεασμένα από τη ζωγραφική του Ζαν Φρανσουά Μιγέ (Jean-François Millet), ενώ ταξιδεύει στην ολλανδική επαρχία ζωγραφίζοντας θέματα που εμπνέεται από αυτή. Το χειμώνα του 1885, παρακολουθεί μαθήματα στην Ακαδημία της Αμβέρσας, τα οποία όμως διακόπτονται πολύ σύντομα αφού αποβάλλεται από τον καθηγητή της ακαδημίας Ευγένιο Σιμπέρ (Eugene Siberdt). Παρά το γεγονός αυτό, ο βαν Γκογκ προλαβαίνει να έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη από την οποία και δανείζεται στοιχεία ή πολλές φορές μιμείται την τεχνοτροπία της. Αρκετές από τις προσωπογραφίες του, περιλαμβάνουν επίσης σε δεύτερο πλάνο κάποιο έργο ιαπωνικής τέχνης.

Την άνοιξη του 1886 επισκέπτεται το Παρίσι όπου ζει με τον αδελφό του — επιτυχημένο πλέον έμπορο τέχνης — στην περιοχή της Μονμάρτρης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κατά την παραμονή του, έρχεται σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές Εντγκάρ Ντεγκά, Καμίλ Πισαρό, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ. Επηρεάζεται σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και ειδικότερα σε ότι αφορά τη χρήση του χρώματος. Ο ίδιος ο βαν Γκογκ κατατάσσεται περισσότερο στους μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους. Χρησιμοποίησε συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος, το οποίο διακρίνεται από την χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων που οι ιμπρεσιονιστές αποφεύγουν.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1888, ο βαν Γκογκ εγκαταλείπει τη γαλλική πρωτεύουσα και επισκέπτεται τη νότια Γαλλία και την περιοχή της Προβηγκίας. Υπάρχουν αναφορές πως εκεί εμπνέεται από το τοπίο καθώς και την αγροτική ζωή των κατοίκων, θέματα τα οποία προσπαθεί να αποδώσει και στη ζωγραφική του. Την περίοδο αυτή, επινοεί και μία ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο ενώ στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα, όπως κίτρινο, πράσινο και μπλε, με χαρακτηριστικά δείγματα τα έργα Έναστρη νύχτα' και μία σειρά πινάκων που απεικονίζουν ηλιοτρόπια. Το έργο Κόκκινο αμπέλι αυτής της περιόδου είναι επίσης το μοναδικό έργο που κατάφερε να πουλήσει ο βαν Γκογκ εν ζωή. Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Αρλ, δέχεται και την επίσκεψη του ζωγράφου Γκωγκέν. Ωστόσο, μετά από λίγους μήνες, οι δυο τους διαφωνούν έντονα και λόγω της ασταθούς ψυχικής του υγείας, ο βαν Γκογκ κόβει μέρος του αριστερού του αυτιού καταλήγοντας στο νοσοκομείο της περιοχής. Υπάρχουν ισχυρισμοί πως ο βαν Γκογκ είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκωγκέν και προέβη στο κόψιμο του αυτιού του αναζητώντας ένα είδος κάθαρσης από τις τύψεις του.

Το 1889 εισάγεται στο ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στον Σαιν Ρεμύ, όπου και παραμένει συνολικά για ένα περίπου χρόνο πάσχοντας από κατάθλιψη. Κατά την παραμονή του εκεί, συνεχίζει να ζωγραφίζει. Τον Μάιο του 1890 εγκαταλείπει την ψυχιατρική κλινική και ζει για ένα διάστημα σε μία περιοχή κοντά στο Παρίσι, όπου παρακολουθείται από τον γιατρό Πωλ Γκασέ, στον οποίο είχε συστήσει τον βαν Γκογκ ο ζωγράφος Καμίλ Πισαρό. Στο διάστημα που παρακολουθείται ιατρικά, ο βαν Γκογκ παράγει ένα μόνο έργο, που αποτελεί προσωπογραφία του Γκασέ.

Τον Ιούλιο του 1890, ο βαν Γκογκ εμφανίζει συμπτώματα έντονης κατάθλιψης και τελικά αυτοπυροβολείται στο στήθος στις 27 Ιουλίου ενώ πεθαίνει δύο ημέρες αργότερα. Δεν είναι απολύτως βέβαιο ποιο ήταν το τελευταίο του έργο, αλλά πρόκειται πιθανά για το έργο με τον τίτλο Ο κήπος του Ντωμπινύ ή για τον πίνακα Σιτοχώραφο με κοράκια.

Μετά το θάνατο του βαν Γκογκ, η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία, με αποκορύφωμα μεγάλες εκθέσεις έργων του που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι (1901), το Άμστερνταμ (1905), την Κολωνία (1912), τη Νέα Υόρκη (1913) και το Βερολίνο (1914).

Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια. Σώζεται ακόμα εκτενής αλληλογραφία του με τον αδελφό του, που περιλαμβάνει περισσότερα από 700 γράμματα. Επίσης ο βαν Γκογκ είναι διάσημος για τις πινελιές του οι οποίες πολλές φορές παρουσιάζουν μια κίνηση.

 

Σχετικά προϊόντα

Φόρτωση ...
 
Κατάλογος Προϊόντων